Οι Τελευταίες Ημέρες της Μαρίας Κάλλας

Η Μαρία Κάλλας, η καλλιτέχνης, παραμένει αιώνια, αλλά τι γίνεται με τη Μαρία, τη γυναίκα, που υπέφερε σε σιωπή και πέθανε μόνη; “Επικεντρωθείτε στην τέχνη της”, φωνάζουν οι θαυμαστές της. Η γυναίκα που κυριαρχούσε με τη φωνή της, όπως έλεγε η ίδια, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από “ένα καταραμένο μηχάνημα τραγουδιού”.

Της Lyndsy Spence

Η συνηθέστερη παρανόηση μεταξύ των θαυμαστών της ήταν ότι η Κάλλας ήθελε να επιστρέψει στη σκηνή και η απώλεια της φωνής της, οδήγησε στον θάνατό της. Στον πραγματικό κόσμο, οι γυναίκες δεν πεθαίνουν επειδή δεν μπορούν να τραγουδήσουν. Στην πραγματικότητα, “μισούσε όλο το επάγγελμα” και τα νεύρα της δεν άντεξαν την πίεση των εμφανίσεών της. Έπασχε από δερματομυοσίτιδα, ένα αυτοάνοσο που προκαλεί αδυναμία των μυών και επηρεάζει, κατά κάποιον τρόπο, το κεντρικό νευρικό σύστημα. Έτσι εξηγούνται τα μυστηριώδη προβλήματα υγείας που εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και ήταν η αιτία που έχασε τον έλεγχο της φωνής της. Ο καθηγητής Μάριο Γιακοβάτσο διέγνωσε τη νόσο το 1975, δύο χρόνια πριν από τον θάνατο της, αλλά δεν πέθανε από αυτή. Άλλοι παράγοντες συνέβαλαν στον θάνατό της.

Η Κάλλας είπε κάποτε: «Μόνο όταν τραγουδούσα ένιωθα αγαπημένη», συνειδητοποιώντας, σωστά, ότι το δώρο της την έκανε ξεχωριστή. Ως μουσική ιδιοφυΐα, η προσέγγισή της για την εκμάθηση της τέχνης του Bel Canto και η καριέρα της στην όπερα δεν έχουν ξεπεραστεί. Όλοι ήθελαν να ακούν τη φωνή, αλλά κανείς δεν ήθελε να ακούσει για τα βάσανά της. Τα συμπτώματα πηγαινοέρχονταν : πόνοι, κρύο, κόπωση και αϋπνία, ευαισθησία στο φως και τη θερμοκρασία, ζάλη, εξανθήματα παρόμοια  με έκζεμα, χαμηλή πίεση αίματος, λιποδηματώδη κύστη, και γλαύκωμα που την οδήγησε στην απώλεια της όρασης. «Είστε τρελές, εσείς οι γυναίκες», της είπε ο Ιταλός γιατρός της όταν αναζητούσε ιατρική συμβουλή. 

Έτσι, για είκοσι πέντε χρόνια, παρέμεινε μη διαγνωσμένη και στο σκοτάδι, πράγμα που δημιούργησε πίεση όχι μόνο στο σώμα της, αλλά και στην ψυχική της υγεία. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να κατανοήσει τις φυσικές απαιτήσεις που έθεταν στην Κάλλας οι μεγάλες όπερες τις δεκαετίες του 1950 και του ’60. 

Όταν η φωνή της σχεδόν έσπασε τραγουδώντας το «Casta diva» στη Norma ενώπιον του Ιταλού προέδρου στη Ρώμη το 1958, ένα μέλος του κοινού φώναξε: «Γιατί δεν επιστρέφεις στο Μιλάνο, μας κοστίζεις ήδη ένα εκατομμύριο λιρέτες». Το ιταλικό κοινό που κάποτε την αποκαλούσε La Divina και της έριχνε γαρίφαλα, τώρα ενορχήστρωσε τον θάνατό της και η κυβέρνηση προσπάθησε να της απαγορεύσει να τραγουδά σε κρατικές όπερες. Η φωνή της είχε επίσης ραγίσει κατά τη διάρκεια της Μήδειας στη Σκάλα το 1962 και δεν είναι περίεργο δεδομένου του υγρού στις φωνητικές της χορδές και της κοιλιακής κήλης της, που, κατά καιρούς, προκαλούσε εσωτερική αιμορραγία.

«Μόνο όταν τραγουδούσα ένιωθα αγαπημένη»

Της τοποθέτησαν πλέγμα πολυπροπυλενίου, ή «εσωτερικό πλαστικό», όπως το αποκαλούσε, που επέτεινε τον πόνο της. Το 1965, κατά τη διάρκεια μιας παράστασης της Norma στο Παρίσι, η φωνή της έσβησε, κατέρρευσε στα παρασκήνια και έπρεπε να ξαναζωντανέψει με κοραμίνη, που χορηγούσαν σε ορειβάτες για να αυξήσουν την αντοχή τους σε μεγάλα υψόμετρα. Επίσης, το 1965, τραγούδησε την τελευταία της όπερα, Tosca, στο Κόβεντ Γκάρντεν, στη δίνη ενός νευρικού κλονισμού. «Μόνο η στάχτη φάνηκε, η φωτιά έσβησε», έγραψαν οι κριτικοί. Ίσως, λοιπόν, να γεννήθηκε ο μύθος της Κάλλας για να αντισταθμίσει τη φωνητική της πτώση.

Maria Callas in Venice

Στο απόγειο της καριέρας της, φαινόταν ότι είχε τον κόσμο στα πόδια της: ήταν όμορφη, ταλαντούχα και παγκόσμια σούπερ σταρ. Κανείς δεν μπορούσε να ξέρει ότι έπασχε από εξάντληση και διατροφική διαταραχή, έχοντας χάσει το μισό βάρος του σώματός της μετά από μια σειρά ενέσεων ιωδίου στον θυρεοειδή της. Το βάρος της είχε γίνει αντικείμενο χλεύης από τους κριτικούς και το κοινό, με κάποιον να ρωτά, «Γιατί είναι τόσο παχουλή;» κατά την παράσταση της Άϊντα το 1949. Οι κριτικές ξεκίνησαν από την εφηβεία της στο Ωδείο Αθηνών, όπου οι συμμαθητές της την αποκαλούσαν «κάπως παχουλή, με στραβά και χοντρά πόδια» και μερικοί προσφέρθηκαν να της βουρτσίσουν τα μαλλιά και να πλύνουν τα ρούχα της. «Απλώς μας κοίταξε», θυμάται αργότερα ένα από τα κορίτσια, «σαν μια χαμένη ψυχή». Ομοίως, η διάσημη σχεδιάστρια, Biki, αρνήθηκε να την ντύσει εκτός κι αν έχανε βάρος και σχολίασε αρνητικά το κοστούμι της που δεν εφάρμοζε και τα πλαστικά σκουλαρίκια της. Οι συνάδελφοί της στη Σκάλα, την προκάλεσαν να σταθεί στη ζυγαριά και την ταπείνωσαν – ζύγιζε σχεδόν εκατό κιλά, κάτι που έφερε πίσω την ντροπή και την απόρριψη που ένιωθε ως κορίτσι. Ως αποτέλεσμα, έγινε πειθαρχημένη στο φαγητό, ζύγιζε και κατέγραφε όλα όσα έτρωγε, συγκεντρώνοντας συνταγές από περιοδικά, που δεν έφτιαχνε ποτέ. Αν μη τι άλλο, η Κάλλας ήξερε πώς να επιβιώσει, μια δεξιότητα που έμαθε στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της Κατοχής του Άξονα στην Ελλάδα.

On Edward Murrow’s Small World, 1958

Ποτέ δεν ξέχασε την πείνα τις πρώτες μέρες του πολέμου και πώς έψαχνε σε κάδους για φαγητό και την απόγνωση να περπατάει για χιλιόμετρα για να βρει κάτι να φάει. Οι πεινασμένοι και νεκροί Αθηναίοι που σωριάζονταν στους δρόμους ήταν χαραγμένοι στο μυαλό της. Για να επιβιώσει, τραγούδησε για τους Ιταλούς και τους Γερμανούς, οι οποίοι είχαν καταλάβει τα ελληνικά θέατρα. Αργότερα, ξάπλωσε στο πάτωμα του διαμερίσματός της καθώς σφαίρες περνούσαν από το παράθυρό της, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Θα έβρισκε παρόμοια δύναμη στους μάχιμους κόσμους της όπερας και της διασημότητας – στα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν ήταν η πιο διάσημη ντίβα στον κόσμο. Δεν ήταν πλέον απλώς μια καλλιτέχνιδα που προσέλκυε τους θαυμαστές της, έγινε τροφή για ταμπλόιντ και ακυρώσεις, κόντρες με τους συναδέλφους της, συγκεκριμένα τη Renata Tebaldi, και η απόλυση από τη Μητροπολιτική Όπερα έπληξε τη φήμη και την καριέρα της. Η ψυχική της υγεία ήταν εύθραυστη και είπε στο κοινό ότι έπασχε από γρίπη, καθώς εκείνη την εποχή η ψυχική ασθένεια ήταν ταμπού. Απευθύνθηκε στον Dr Feelgood (Dr Max Jacobson), ο οποίος έκανε ενέσεις βιταμινών, αμφεταμινών και μεθαμφεταμινών, γνωστές και ως Speed.

Maria Callas and Aristotle Onassis, London,1959

Η καλλιτέχνης και η γυναίκα ήταν πάντα σε σύγκρουση: η Κάλλας μπορούσε να κάνει κουμάντο από τη σκηνή, αλλά στο σπίτι, την περιόριζαν απλές γυναίκες. Καταρχήν, πριν γίνει διάσημη, όταν η μητέρα της την ανάγκασε να τραγουδήσει για τους στρατιώτες του εχθρού σε αντάλλαγμα για φαγητό. Η εναλλακτική ήταν η πορνεία, την οποία απέρριψε. Μετά τον πόλεμο, επαναπατρίστηκε στη Νέα Υόρκη, όπου είχε γεννηθεί, και ξαναβρέθηκε με τον πατέρα της, αλλά εκείνος την ήθελε μόνο για υπηρέτρια. Εργαζόταν ως σερβιτόρα και μπέιμπι σίτερ για να πληρώσει για το δωμάτιό της στο Times Square Hotel, ένα βρώμικο κατάλυμα στο Hell’s Kitchen. Σε δεινή κατάσταση στην Αμερική, δέχτηκε ένα συμβόλαιο για να τραγουδήσει τη La Gioconda στο Φεστιβάλ της Βερόνα το 1947 και γνώρισε τον Μπατίστα Μενεγκίνι, έναν Ιταλό κατασκευαστή τούβλων που είχε δύο φορές την ηλικία της, τον οποίο αποκαλούσε «O Κύριος μου, ο άνδρας μου, η παρηγοριά μου, η καρδιά και το μυαλό μου, το φαγητό μου, τα πάντα μου». Παντρεύτηκαν το 1949 και όταν του ζήτησε μωρό, εκείνος αρνήθηκε: θα έθετε σε κίνδυνο την καριέρα της. Ο Μενεγκίνι ήταν, σε εκείνο το σημείο, ο μάνατζέρ της και το αστέρι της ανέβαινε. Μια δεκαετία αργότερα, ανακάλυψε ότι είχε σπαταλήσει την περιουσία της.

Παρά το γεγονός ότι ήταν διάσημη, η Κάλλας δεν ξέχασε ποτέ πώς ένιωθε να είναι ανεπιθύμητη. Την ημέρα της γέννησής της, 2 Δεκεμβρίου 1923, οι γονείς της, Γιώργος και Λίτσα Καλογεροπούλου (μετέπειτα Κάλος), ήθελαν αγόρι και αρνήθηκαν να την κοιτάξουν. Ούτε μπορούσαν να θυμηθούν την ακριβή ημέρα που γεννήθηκε, ούτε να συμφωνήσουν σε ένα όνομα, αποκαλώντας την τελικά Σοφία Σεσίλια Μαρία Άννα Κάλος.

See Also

London and Milan, late 1950s

Αναζητώντας πάντα την αγάπη, πίστευε ότι την είχε βρει, το 1959, με τον Έλληνα δισεκατομμυριούχο της ναυτιλίας, Αριστοτέλη Ωνάση. Ωστόσο, ο Μενεγκίνι αρνήθηκε να συναινέσει σε ένα αμερικανικό διαζύγιο –το διαζύγιο στην Ιταλία, όπου παντρεύτηκαν ήταν παράνομο– εκτός αν του μεταβίβαζε τα δικαιώματα της ηχογράφησης. Στις αρχές του 1960, η Κάλλας έμεινε έγκυος με το παιδί του Ωνάση, αλλά εκείνος της ζήτησε να κάνει έκτρωση – θα αποβάλει, όπως έγινε και μετά το 1963.

Tην επόμενη δεκαετία, η Κάλλας έζησε νομαδική ζωή στο γιοτ του Ωνάση, τη Χριστίνα, και τον ακολούθησε σε όλο τον κόσμο. Ήλπιζε ότι θα την παντρευόταν, αλλά αντ’ αυτού επέλεξε τη Ζακλίν Κέννεντυ, την πρώην Πρώτη Κυρία των Ηνωμένων Πολιτειών, τον Οκτώβριο του 1968. Στη συνέχεια, πρωταγωνίστησε στην ταινία του Πιερ Πάολο Παζολίνι, Μήδεια, και δίδαξε masterclasses στο Juilliard School of Music και είχε μια σύντομη σχέση με τον διευθυντή του, Πήτερ Μεννίν. Το 1973-74, η Κάλλας έκανε μια παγκόσμια περιοδεία συναυλιών με τον Τζουζέπε Ντι Στέφανο, συνάδελφό της από τη δεκαετία του 1950 και ξεκίνησαν μια σχέση που έληξε άσχημα όταν αρνήθηκε να αφήσει τη γυναίκα του. Η υγεία της υπέφερε και τα νευρολογικά προβλήματα επηρέασαν τη φωνή της και την ανάγκασαν να ακυρώσει τις παραστάσεις.

Δεν βοήθησε το γεγονός ότι κατά λάθος έκανε υπερβολική δόση, περισσότερες από μία φορές, με υπνωτικά χάπια Mandrax, που της σύστησε για πρώτη φορά ο Ωνάσης. Έχοντας διαγνωστεί με δερματομυοσίτιδα το 1975, άρχισε να παίρνει στεροειδή για να ανακουφίσει τα συμπτώματά της. «Τώρα με τη θεραπεία μου, είμαι πολύ πιο ήρεμη», έγραψε στον νονό της. «Χάπια, φυσικά, αλλά όχι βαριά ναρκωτικά». Ωστόσο, σταμάτησε να τα παίρνει, καθώς πήρε βάρος και τα συμπτώματά της επανήλθαν, με αποτέλεσμα να υποφέρει όλη την ημέρα και να δυσκολεύεται να κοιμηθεί τη νύχτα. Τις τελευταίες μέρες της, έκανε αυτοΐαση με Mandrax, ένα επικίνδυνο φάρμακο που είναι γνωστό ότι καταπραΰνει το νευρικό σύστημα, το οποίο έλαβε από την αδερφή της στην Αθήνα και φίλη της, Βάσω Δεβετζή, η οποία αργότερα αποκαλύφθηκε ότι ήταν απατεώνας. Το έκανε αυτό για να απαλύνει τον πόνο της και να κάνει τη ζωή υποφερτή – ο μύθος της Κάλλας δεν μπορούσε να τη συντηρήσει. «Για να σας πω την αλήθεια», είπε μια φορά, «δεν μου αρέσει που με αποκαλούν ‘La Divina.’ Το αντιμετωπίζω με αγανάκτηση. Εγώ κοσμώ τη Μαρία Κάλλας. Κι είμαι μόνο μια γυναίκα». Στις 16 Σεπτεμβρίου 1977, η Κάλλας πέθανε ξαφνικά, σε ηλικία 53 ετών, στο διαμέρισμά της στο Παρίσι.

Lyndsy Spence is the bestselling author of Cast a Diva: The Hidden Life of Maria Callas and CASTA DIVA – ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΛΑΣ: Η ΚΡΥΦΗ ΖΩΗ ΤΗΣ
What's Your Reaction?
Excited
0
Happy
0
In Love
0
Not Sure
0
Silly
0

© 2015-2021 Volta Magazine. All Rights Reserved.