Κωνσταντίνος Δεστούνης: O Πιανιστας
Ο Κωνσταντίνος Δεστούνης, γεννημένος το 1991 στην Αθήνα, είναι ένας από τους επιφανέστερους νέους Έλληνες καλλιτέχνες σε διεθνές επίπεδο. Είναι νικητής πολλών διεθνών διαγωνισμών πιάνου, με σημαντικότερους τους «Grand Prix Maria Callas» στην Αθήνα, «Southern Highlands» στην Καμπέρα της Αυστραλίας και τον πανευρωπαϊκό διαγωνισμό πιάνου της Βρέμης. Ως νικητής του Πανελλήνιου Διαγωνισμού της ΕΡΤ εκπροσώπησε την Ελλάδα στην «Eurovision Young Musicians 2010» στη Βιέννη. Ως σολίστ έχει συμπράξει με πολλές ορχήστρες σε Ελλάδα, Αγγλία, Γερμανία, Ισπανία και Αυστραλία. Είναι απόφοιτος του Ελληνικού Ωδείου, του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και του Mozarteum του Salzburg.
Διδάσκει στο Royal College of Music του Λονδίνου, όπου παράλληλα εκπονεί τη διδακτορική του διατριβή.
Πώς ξεκίνησες την ενασχόλησή σου με το πιάνο;
Να σας πω την αλήθεια… εντελώς τυχαία. Όταν ήμουν έξι χρονών, χωρίς να το ζητήσω, οι γονείς μου με έβαλαν στο αυτοκίνητο και με πήγαν στο κοντινότερο ωδείο της γειτονιάς, ώστε να γίνω μέλος της χορωδίας. Το ωδείο όμως δεν είχε χορωδία, οπότε ο πατέρας μου πρότεινε να αρχίσω κιθάρα. Εκείνη τη στιγμή θυμάμαι χαρακτηριστικά την έκφραση του διευθυντή του ωδείου, ο οποίος είπε: «Η κιθάρα είναι μεγαλύτερη απ’ τον ίδιο, πώς θα την κρατάει; Ας αρχίσει πιάνο». Έτσι λοιπόν, κάποιες συγκυρίες μπορεί να παίξουν αποφασιστικό ρόλο για όλη τη ζωή.
Πώς κατάφερες, ως νέος πιανίστας, να ανελιχτείς στο χώρο;
Δεν ήταν καθόλου εύκολο, καθώς ο ανταγωνισμός είναι τεράστιος. Είμαι ο μόνος μουσικός στην οικογένεια και στον οικογενειακό κύκλο ποτέ δεν υπήρχαν τα κατάλληλα άτομα για να με προωθήσουν. Έτσι, επέλεξα το δρόμο των μουσικών διαγωνισμών και μάλιστα με μεγάλο ζήλο λόγω της αγάπης μου για το πιάνο. Κάθε βραβείο που κέρδιζα μου πρόσφερε τη δυνατότητα να γνωρίσω ανθρώπους του χώρου και να δίνω συναυλίες, οι οποίες με το χρόνο αυξάνονταν. Έτσι άρχιζα να αποκτάω αυτό που ονειρευόμουν: μια σταθερή σχέση κι επικοινωνία με το μουσικόφιλο κοινό.
Αυτή τη στιγμή σε ποιο στάδιο της σταδιοδρομίας σου βρίσκεσαι;
Αυτόν τον καιρό, ταξιδεύω σε διάφορα μέρη του κόσμου για συναυλίες, κάτι που πραγματικά αγαπώ και με ενθουσιάζει. Έχω βάση το Λονδίνο και εκπονώ τη διδακτορική μου διατριβή στο Royal College of Music, όπου παράλληλα διδάσκω ταλαντούχους και φιλόδοξους μουσικούς διαφορετικών εθνικοτήτων. Βρίσκω την διαδικασία απαιτητική και ενδιαφέρουσα, ενόσω κι εγώ ο ίδιος μαθαίνω και ανακαλύπτω πολλά.
Ποιο είναι το θέμα της διδακτορικής σου διατριβής;
Η σύγχρονη ελληνική μουσική για πιάνο, με έμφαση στα έργα του διάσημου Έλληνα συνθέτη, Θεόδωρου Αντωνίου, με τον οποίο διατηρώ στενή επαγγελματική συνεργασία. Στο πλαίσιο αυτού του project, πραγματοποίησα και την πιο πρόσφατη δισκογραφική μου δουλειά: τα πιανιστικά άπαντα του Θ. Αντωνίου (Theodore Antoniou: Complete Piano Works – Konstantinos Destounis) σε πρώτη ηχογράφηση, η οποία κυκλοφορεί από τη σειρά Grand Piano της Naxos. Ήταν μεγάλη ανταμοιβή για μένα, καθώς έχω πάθος με τη δισκογραφία. Πιστεύω πως οι ηχογραφήσεις έχουν ιδιαίτερη αξία, καθώς αντέχουν στο χρόνο.
Ποια είναι η γνώμη σου για τη σύγχρονη ελληνική μουσική και τους Έλληνες συνθέτες;
Έχω τη χαρά να συνεργάζομαι με πολλούς Έλληνες συνθέτες και πιστεύω ότι η Ελλάδα του σήμερα έχει να επιδείξει μεγάλο πλούτο στον τομέα της κλασικής μουσικής δημιουργίας. Το έργο των Ελλήνων συνθετών μπορεί να σταθεί επάξια δίπλα στα εδραιωμένα έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου. Δυστυχώς, όμως, παραμένει άγνωστο στο ευρύ κοινό, λόγω έλλειψης προβολής. Γι’ αυτό το λόγο συμπεριλαμβάνω συχνά στα ρεσιτάλ μου ελληνικά έργα και είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό το ότι προκαλούν τη θερμότατη υποδοχή και τον ενθουσιασμό του κοινού τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Πρόσφατα είχα την τιμή να εκπροσωπώ την Ελλάδα στη Σόφια, η οποία ήταν πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης για το πρώτο εξάμηνο του 2018. Έτσι, στη Sala Bulgaria, που φιλοξένησε 27 συναυλίες, κάθε μία αφιερωμένη σε μια χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εγώ έδωσα ένα ρεσιτάλ πιάνου ελληνικών έργων της επιλογής μου.
Ανάμεσα στις εμφανίσεις σου, υπάρχουν κάποιες ακόμα που θα ξεχώριζες;
Όλες οι εμφανίσεις είναι ξεχωριστές και κάθε μια από αυτές είναι μια καινούρια πρόκληση. Πάντως, υπάρχουν κάποιες στιγμές που έχουν χαραχτεί στη μνήμη μου. Για παράδειγμα, το ρεσιτάλ μου το Σεπτέμβριο του 2016 στο Royal Albert Hall του Λονδίνου, όπως και η σύμπραξή μου ως σολίστ με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βρέμης, παίζοντας το 1ο κοντσέρτο του Tchaikovsky. Επίσης νιώθω ιδιαίτερη συγκίνηση κάθε φορά που παίζω στην πατρίδα μου, ειδικά στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, το οποίο θα χαρακτήριζα ως την τέλεια αίθουσα, τόσο από θέμα ακουστικής όσο και αρχιτεκτονικής.
Ποια είναι η δυσκολία του να είσαι πιανίστας;
Είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο επάγγελμα. Και μόνο το να παίξεις τις νότες ενός δύσκολου κομματιού απαιτεί εξαιρετική τεχνική κατάρτιση, ακρίβεια μικροχειρουργού και νευρικό σύστημα ταυρομάχου! Αυτό δεν είναι παρά μόνο η βάση, από κει και πέρα αρχίζει η τέχνη: πρέπει να ποτίσεις τις νότες με νόημα. Θα έλεγα ότι το να είσαι πιανίστας μοιάζει πολύ με το να είσαι ηθοποιός. Κάθε μουσικό έργο είναι σαν ένας ρόλος, τον οποίο πρέπει να ερμηνεύσεις πειστικά, ανεξάρτητα της προσωπικής σου κατάστασης τη δεδομένη χρονική στιγμή. Για να συγκινήσεις το ακροατήριο, πρέπει πρώτα να συγκινηθείς εσύ. Επίσης πρέπει να έχεις αστείρευτο ενθουσιασμό κάθε φορά, αλλά και αντοχή.
Ποια τα σχέδιά σου για το μέλλον;
Το μέλλον άγνωστο και απρόβλεπτο. Η μουσική είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής μου, οπότε το μόνο που μπορώ να πω στα σίγουρα είναι ότι δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου μακριά από τη σκηνή. Παράλληλα, απολαμβάνω τη διδασκαλία, οπότε προσπαθώ να ισορροπήσω ανάμεσα σε σολιστική και διδασκαλία, να βρω μια χρυσή τομή.