Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Η ταπεινότητα του πρίγκιπα της ελληνικής λογοτεχνίας
Πήγε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα γραφεία της εφημερίδας «Ἀκρόπολις» για να παραδώσει ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα. Ο Σταμάτης Σταματίου δεν τον αναγνώρισε και μάλιστα σχημάτισε την εντύπωση ότι ήταν κάποιος άπορος που πήγε να πάρει τις δέκα δραχμές για τα Χριστούγεννα, όπως όλοι οι φτωχοί της εποχής. Ο Παπαδιαμάντης τις πήρε, αλλά ήθελε να δώσει και το κείμενό του. Ακολουθεί ο χαρακτηριστικός διάλογος, όπως τον κατέγραψε ο Σταματίου:
– Κι᾿ αὐτά τί νά τά κάμω; Δέν τά θέλετε;
Καί μοῦ ἔδειχνε κάτι χαρτιά. Νόμισα πώς ἦταν πιστοποιητικά ἀπορίας.
– Κράτησέ τα, τοῦ εἶπα, εμᾶς δέν μᾶς χρειάζονται.
Ἐσείστηκε, λυγίστηκε ὀλίγο, ἔκανε, σκυφτός νά φύγῃ, ξαναγύρισε.
– Τότε ἀφοῦ δὲν σᾶς χρειάζονται αὐτά, ἐγώ μέ τί δικαίωμα θὰ πληρωθῶ;
– Δέν πειράζει, ἀρκούμεθα εἰς τόν λόγον σας. Χριστούγεννα εἶναι τώρα.
– Ναί, ἀλλὰ ἂν δὲν πάρετε αὐτά, ἐγώ δέν μπορῶ νά πάρω χρήματα.
– Μά δέν τά παίρνετε ἐσεῖς τά χρήματα, σᾶς τά δίνουμε ἐμεῖς!…
– Έ, τότε, πᾶρτε κι᾿ ἐσεῖς ἐτοῦτα πού μοῦ τά ζητήσατε.
Καί τά ἄφησε σιγά καί μαλακά ἀπάνω στό τραπέζι.
Ἐσκέφθηκα, μήπως τοῦ ζήτησε τίποτα πιστοποιητικά τό λογιστήριο.
– Μά τί εἶναι, ἐπί τέλους αὐτά, τοῦ λέω, πού πρέπει ἀπαραιτήτως νά τά πάρουμε;
– Τό διήγημα τῶν Χριστουγέννων, πού μοῦ ἐζητήσατε.
– Τό διήγημα τῶν Χριστουγέννων… καί ποιός εἶσθε σεῖς;
– Ο Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης!
– Ο ἴδιος;
– Ο ἴδιος καί ὁλόκληρος!
Ἔπεσε τό ταβάνι καί μέ πλάκωσε, ἡ πέννα ἔφυγε ἀπό τά χέρια μου, ὅλα ἐκεῖ μέσα, εἰκόνες, καρέκλες, βιβλία, ἐφημερίδες, σάν νά στροβιλίσθηκαν γύρω μου καὶ ἔκανα ὥρα νά συνέλθω.
Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης! Αὐτός ὁ πρίγκηψ τῶν Ἑλλήνων λογογράφων, πού τόν φανταζόμουνα ἀκτινοβολοῦντα, γελαστόν, ὡραῖον, καλοντυμένον, εὐτυχῆ, γεμάτον ἐγωϊσμόν, ἀέρα καί μεγαλοπρέπεια, αὐτός!… Αὐτὸς ὁ μαλακός, ὁ καλός, ὁ δειλός, ὁ φοβισμένος, καί τσαλακωμένος ἄνθρωπος, πού στεκότανε μέ συστολή μαθητοῦ ἐπιμελοῦς, ἐκεῖ ἐνώπιόν μου!…
Αὐτός, πού μᾶς ἔδωκε γλύκες πνευματικές καί συγκινήσεις ψυχικές, πού ἀνιστόρησε κόσμους θαλασσινούς, κι᾿ ἐζωντάνεψε, ἐμπρός μας, ἀνθρώπους μακρυνούς κι᾿ ἀγνώστους, πού τούς ἔκαμε δικούς μας, ἐντελῶς δικούς μας, σάν νά περάσαμε μιά ζωή μαζί, αὐτός σέ μιά τέτοια κατάστασι, ἐκεῖ ἐνώπιόν μου!…
Τοῦ ἕσφιξα τό χέρι χωρίς νά ἠμπορῶ οὔτε μιά λέξι νά προφέρω. Ἀπό τήν ταραχή μου καί τή σαστιμάρα μου οὔτε τό φῶς δέν ἄναψα. Αἰσθάνθηκα ἕνα τρεμουλιαστό χέρι να σφίγγῃ τό δικό μου καί τόν ἔχασα μέσα εἰς τό σκοτάδι… Ἔμεινε ὅμως πίσω μιά μοσχοβολιὰ κηριοῦ πού λυώνει ἐμπρός στίς ἅγιες εἰκόνες, κάτι ἀπό τοῦ καντηλιοῦ τό σβύσιμο, κάτι ἀπό θυμιατοῦ πέρασμα μακρυνό, μακρυνό πολύ…