Αφιέρωμα: Ελίζαμπεθ Τέιλορ- Η μεγάλη σταρ με τα καταγάλανα μάτια
Αφιέρωμα: Ελίζαμπεθ Τέιλορ- Η μεγάλη σταρ με τα καταγάλανα μάτια
Η Ελίζαμπεθ Ρόουζμοντ Τέιλορ γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 27 Φεβρουαρίου 1932, από Αμερικάνους γονείς, που ζούσαν στην Αγγλία. Από πολύ μικρή ηλικία ακολούθησε μαθήματα χορού κι εμφανίστηκε με την τάξη της μπροστά στη βρετανική βασιλική οικογένεια. Με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι γονείς της επέστρεψαν στις ΗΠΑ και εγκαταστάθηκαν στο Λος Άντζελες.
Το ξεκίνημα της τεράστιας καριέρας
Η ομορφιά της τράβηξε το ενδιαφέρον ενός κυνηγού ταλέντων και το 1942, σε ηλικία 10 ετών, πρωτοεμφανίστηκε ως παιδί-θαύμα στον κινηματογράφο στην κωμωδία «Κάθε λεπτό γεννιέται κι ένας» («There’s One Born Every Minute»), και ακολούθησαν οι ταινίες «Η επιστροφή της Λάσι» («Lassie Come Home», 1943) και «Ο αλήτης και η αμαζόνα («National Velvet», 1944). Η 12χρόνη, τότε, Ελίζαμπεθ κατάφερε να σαγηνεύσει με το ταλέντο της το ευρύ κοινό, αλλά και να κερδίσει θετικά σχόλια από αξιόλογους κριτικούς. Η ταινία National Velvet υπήρξε μια ιδιαίτερα ξεχωριστή εμπειρία για την Ελίζαμπεθ, καθώς όπως είχε ομολογήσει και η ίδια, ήταν “η πιο συναρπαστική ταινία” της.
Τα δύο Όσκαρ και η παγκόσμια αναγνώριση
Παρά την μεγάλη επιτυχία και αναγνώριση που της εξασφάλισε το National Velvet, οι ταινίες που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια ήταν εκείνες που πραγματικά εκτόξευσαν την καριέρα της. Οι πιο αξιοσημείωτες ταινίες της Τέιλορ που ταυτόχρονα επηρέασαν σε σημαντικό βαθμό και την προσωπική της ζωή, ήταν μεταξύ άλλων η ταινία “Butterfield 8”(1960), η οποία της χάρισε το πρώτο της Όσκαρ, το “A place in the sun”(1951), το “Father of the bride”(1950), το “Suddenly last summer”(1959), από την οποία εξασφάλισε ακόμη μια υποψηφιότητα για Όσκαρ, η ταινία “Who’s afraid of Virginia Wolf’”(1966), με την οποία κέρδισε το δεύτερο Όσκαρ της και όπως είχε δηλώσει σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις της, υπήρξε η πιο περήφανη στιγμή της καριέρας της.
Τέλος, αξίζει να αναφερθεί και ο ρόλος της ως Κλεοπάτρα που υποδύθηκε στην ομώνυμη ταινία, η οποία μπορεί μεν να μην της εξασφάλισε το πολυπόθητο Όσκαρ και να μην ήταν μεγάλη εμπορική επιτυχία, αλλά της έδωσε τον τίτλο της πιο ακριβοπληρωμένης γυναίκας στο Χόλιγουντ και παράλληλα την έκανε παγκοσμίως γνωστή. Η ταινία αυτή, της οποίας τα γυρίσματα διήρκεσαν πάνω από τρία χρόνια, επηρέασε την ζωή της Ελίζαμπεθ ακόμα περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, αφού τότε γνώρισε και ερωτεύτηκε τον Ρίτσαρντ Μπάρτον, τον άνδρα που παντρεύτηκε όχι μία, αλλά δύο φορές.
8 γάμοι, 7 διαφορετικοί άντρες
Η ιδιωτική της ζωή απασχολούσε πάντα το κοινό. Η Ελίζαμπεθ Τέιλορ λατρεύτηκε από τους άντρες της ζωή της. Όλοι τους προσπαθούσαν να ικανοποιήσουν κάθε της επιθυμία. Ξόδευαν τεράστια ποσά για να της αγοράσουν διαμάντια και σπάνια σμαράγδια.
Ο πρώτος της σύζυγός (1951-1952) ήταν ο Κόνραντ Χίλτον, ιδιοκτήτης της γνωστής αλυσίδας ξενοδοχείων. Ακολούθησαν οι γάμοι με τον Άγγλο ηθοποιό Μάικλ Γουάιλντινγκ (1952-1957), τον θεατρικό και κινηματογραφικό παραγωγό Μάικ Τοντ (1957-1958), τον τραγουδιστή Έντι Φίσερ (1959-1964), τον ηθοποιό Ρίτσαρντ Μπάρτον (1964-1976), τον ρεπουμπλικάνο γερουσιαστή Τζον Γουόρνερ (1976-1982) και τον πιο ταπεινό απ’ όλους, τον οικοδόμο Λάρι Φορτένσκι (1991-1996), είκοσι χρόνια μικρότερό της. Ο τελευταίος της γάμος τερματίστηκε το 1996, αφήνοντας την με οκτώ διαζύγια και τέσσερα παιδιά.
Ο παράφορος έρωτας με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον
Αξίζει να αναφερθούμε στον θυελλώδη έρωτα της με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον, τον οποίο μάλιστα παντρεύτηκε δύο φορές. Οι δυο τους γνωρίστηκαν στο σετ της επικής ταινίας «Κλεοπάτρα» και ξεκίνησαν μια παράνομη σχέση, δημιουργώντας φυσικά τεράστιο σκάνδαλο για την εποχή. Η Τέιλορ ήταν ακόμα παντρεμένη με τον τέταρτό της σύζυγο, Έντι Φίσερ, όταν άρχισε η παθιασμένη της σχέση με τον συμπρωταγωνιστή της, ο οποίος ήταν ακόμα παντρεμένος με τη σύζυγό του, Σύμπιλ Γουίλιαμς.
Το ειδύλλιό τους, λέγεται ότι ξεκίνησε στα γυρίσματα της ταινίας στην Ιταλία το 1962 όταν αυτή ήταν μόλις 26 ετών και ο γοητευτικός ηθοποιός, 36. Τα δημοσιεύματα του Τύπου εκείνη την εποχή είχαν πάρει «φωτιά» και όλοι περίμεναν πώς και πώς μία φωτογραφία τους. Κάτι που τελικά έγινε, όταν το ζευγάρι εθεάθη να απολαμβάνει ένα ρομαντικό ταξίδι με γιοτ.
Όλοι ασχολούνταν πια με αυτή την παράνομη ερωτική σχέση, η οποία έφτασε μέχρι και το Βατικανό, που οργισμένο, εξέδωσε ανακοίνωση καταδικάζοντας τον έρωτά τους ως «σαρκική αλητεία».
Μετά το τέλος των γυρισμάτων, και οι δύο, πήραν διαζύγια από τους συζύγους τους, για να παντρευτούν στον Καναδά το 1964, εννέα μόλις ημέρες μετά τον τερματισμό του γάμου της Ελίζαμπεθ Τέιλορ με τον Φίσερ.
Στις αρχές, φαινόταν πως ο γάμος Τέιλορ -Μπάρτον κυλούσε μέλι-γάλα. Ήταν το «τέλειο» ζευγάρι. Ζούσαν μια πολυτελή ζωή, γυρνώντας όλο τον κόσμο, με τον Μπάρτον να γεμίζει τη γυναίκα του με διαμάντια, γούνες και πανάκριβα ρούχα διάσημων σχεδιαστών μόδας.
Δεν έμειναν όμως μόνο εκεί. Αποφάσισαν να συνεργαστούν και επαγγελματικά. Αυτό έκανε τη «Λιζ και τον Ντικ», ένα από τα πιο «πολύτιμα προϊόντα» στο Χόλιγουντ.
Ωστόσο, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα σε παρόμοιες περιπτώσεις, πίσω από κλειστές πόρτες υπήρχε μια πιο σκοτεινή πλευρά στο τέλειο ρομάντζο.
Τα ιδιωτικά ημερολόγια του Μπάρτον, τα οποία δημοσιεύθηκαν το 2012, αποκάλυψαν ότι το 1969 ο γάμος τους ήταν γεμάτος παθιασμένο σεξ, εκρηκτικούς τσακωμούς, ζηλοτυπίες και ανησυχητικές ποσότητες ποτού.
Τα κείμενα αποκάλυψαν ότι τόσο ο Μπάρτον όσο και η Τέιλορ κατανάλωναν υπερβολικές ποσότητες αλκοόλ, γεγονός που τους οδηγούσε σε όλο και πιο εκρηκτικές αντιπαραθέσεις.
Μέχρι το 1972, τόσο ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, όσο και η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, είχαν πολλές εξωσυζικές σχέσεις και έβαλαν τέλος στο γάμο τους τον Ιούνιο του 1974.
Ωστόσο, το διαζύγιο δεν κράτησε πολύ. Το ζευγάρι δεν μπορούσε να μείνει μακριά ο ένας από τον άλλο. Ο χωρισμός διήρκεσε για λιγότερο από ένα χρόνο, πριν συμφιλιωθούν και παντρευτούν για δεύτερη φορά στη Μποτσουάνα το 1975.
Ο Μπάρτον, είπε αργότερα για το δεύτερο γάμο: «Ήθελε να παντρευτεί ξανά. Εγώ δεν το ήθελα. Αλλά την παντρεύτηκα πάλι. Αυτό που θέλει η Λιζ, αυτό παίρνει… Είχα σταματήσει να πίνω τότε, οπότε θα έπρεπε να είμαι αρκετά νηφάλιος για να ξέρω τι έκανα, αλλά δεν ήμουν».
Η ανθρωπιστική δράση της Ελίζαμπεθ Τέιλορ
Το 1985 μετά τον θάνατο του καλού της φίλου Ροκ Χάντσον από AIDS, αποφάσισε να γίνει εκπρόσωπος μιας ομάδας ιατρών και επιστημόνων που είχαν σκοπό την επίτευξη παραπάνω ερευνών γύρω από την ασθένεια. Ούσα μια δημόσια φιγούρα ιδιαίτερα αγαπημένη από το κοινό, κατάφερε μέσα από την δράση της να προσελκύσει, να ενημερώσει, αλλά και να ευαισθητοποιήσει σημαντικό πλήθος ανθρώπων για το AIDS.
Σε συνέντευξή της είχε δηλώσει πως νιώθει αγανακτισμένη, επειδή διαπιστώνει πως κανένας δεν κάνει κάτι ουσιαστικό για την αντιμετώπιση της ασθένειας, παρά μόνο άσκοπες συζητήσεις γύρω από το θέμα και για αυτό αποφάσισε να κάνει κάτι εκείνη.
Έτσι λοιπόν το 1991 ίδρυσε το “Elizabeth Taylor AIDS Foundation” με σκοπό να παρέχει πλήρη υποστήριξη στους ασθενείς, αναλαμβάνοντας εξ’ολοκλήρου τα έξοδα.
Ίδρυσε επίσης και το “Elizabeth Taylor Medical Center”, μια κλινική όπου οι άνθρωποι θα είχαν την δυνατότητα να εξετάζονται δωρεάν και να δέχονται την ανάλογη φροντίδα.
Η συνολική ανθρωπιστική δράση της Τέιλορ ήταν μεγάλης σημασίας για την εποχή εκείνη και πολλές φορές τιμήθηκε με διάφορα βραβεία, πιο σημαντικά από τα οποία ήταν το “Dame Commander of the Order of the British Empire” και το “President’s Citizens Medal”.
Τα φώτα έσβησαν σε ηλικία 79 ετών
Στις 23 Μαρτίου του 2011, σε ηλικία 79 ετών, τα φώτα έσβησαν και η κάμερα σταμάτησε να γυρίζει την ταινία της ζωής μίας από τις πιο διάσημες ηθοποιούς του αμερικανικού κινηματογράφου. Μιας ζωής γεμάτη επιτυχίες, πλούτη, έρωτες και πάθη. Η Ελίζαμπεθ Τέιλορ στο τελευταίο tweet που ανέβασε πριν από τον θάνατό της, καλούσε τους θαυμαστές της να ρίξουν μια ματιά στην συνέντευξη που έδωσε τον Φεβρουάριο του 2011 στην Κιμ Καρντάσιαν (ηθοποιό, μοντέλο, τηλεοπτική περσόνα). Τα τελευταία λόγια για την ζωή της ήταν: “Δεν είχα σκοπό να αποκτήσω πολλά κοσμήματα ή πολλούς συζύγους. Για μένα η ζωή απλά συνέβη, όπως συμβαίνει για τον καθένα.”