Φάροι των Ελληνικών Θαλασσών
Φάροι των Ελληνικών Θαλασσών
«Υπάρχει ένας παράξενος μαγνητισμός σ’ αυτή τη δέσμη φωτός με την αέναη κίνηση. Υπάρχει το πνεύμα και η υπέρβαση, που θέλει το Φάρο σύμβολο του Καλού. Υπάρχει ο Φάρος της Αλεξάνδρειας. Το θαύμα». Υπάρχει ακόμα η αίσθηση της μοναχικότητας, η ακροτελεύτια δύναμη, η μάχη με το πέλαγος και η μάχη με το σκοταδιστικό μυθιστόρημα του Ιούλιου Βερν «ο Φάρος στην άκρη του κόσμου». Υπάρχει και ένα μυθιστόρημα της Βιρτζίνια Γουλφ, που δεν αναφέρεται στους φάρους αλλά φέρει τον τίτλο «Μέχρι τον Φάρο». Υπάρχει, τέλος, από την άλλη πλευρά μόνον ο φάρος…
Από τον πρώτο πυρσό του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους στο λιμενοβραχίονα της Αίγινας στη μικρή εκκλησία του “Αγίου Νικολάου του θαλασσινού” το 1829 και μέχρι σήμερα, η εξέλιξη των φάρων και φανών στα ελληνικά παράλια και τα νησιά υπήρξε ραγδαία και άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία του ελληνικού κράτους.
Η σύγχρονη κατασκευή των Φάρων στον ελεύθερο και μη ελληνικό χώρο αρχίζει το 19ο αιώνα από Γαλλική εταιρία. Στα πλαίσια των μεταρρυθμίσεων και εκσυγχρονισμού, που επικράτησαν στην οθωμανική αυτοκρατορία μετά το 1839, δημιουργήθηκε ομόρρυθμος εταιρία μεταξύ του υπουργείου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Γαλλικής εταιρίας, για την κατασκευή και συντήρηση ενός δικτύου που έπρεπε να δημιουργηθεί. Η επωνυμία της εταιρίας ήταν «Administration generale des Phares de l’Empire Ottoman». Το 75% των ακαθάριστων εισπράξεων της εταιρίας το έπαιρνε το γαλλικό μέλος της.
Ο πρώτος πυρσός που ονομάστηκε Φάρος τοποθετήθηκε επί της νησίδας Γαϊδουρονήσι, έμπροσθεν του λιμένος της Σύρου, εκπέμποντας φως σταθερό 14 μιλίων εναλάσσον προς λευκήν αναλαμπήν 19 μιλίων.
Ο φάρος αυτός του οποίου αγνοείται το ακριβές έτος ενάρξεως λειτουργίας του είχε και εξακολουθεί να έχει τον υψηλότερο πύργο των εν Ελλάδι φάρων (29 μέτρα). Ήταν δε ο πρώτος περιστροφικός Φάρος που άρχισε να λειτουργεί τον Μάρτιο του 1855, επί της νησίδας Ψυτάλλειας και ο τρίτος το έτος 1856 επί του ΒΑ ακρωτηρίου Φάσσα της Άνδρου.
Μετά το τέλος των Βαλκανικών πολέμων το φαρικό μας δίκτυο συμπεριέλαβε και τους φάρους οι οποίοι βρίσκονταν στα νέα εδάφη της προσάρτησης. Μέχρι το 1915 η προαναφερθείσα γαλλική εταιρία συντηρούσε και κατασκεύαζε φάρους οι οποίοι ανήκαν πλέον εις στην Ελλάδα. Την άνοιξη του 1915 υπεγράφη το πρωτόκολλο Παραλαβής-Παράδοσης μεταξύ της Γαλλικής εταιρίας και του ελληνικού κράτους.
Σήμερα, το Φαρικό δίκτυο της Ελλάδος περιλαμβάνει χιλίους Φάρους και Φανούς που βρίσκονται διασκορπισμένοι στα περισσότερα παράλια, νησιά, νησίδες και λιμάνια της ελληνικής Επικράτειας.
Οι περισσότεροι Φάροι λειτούργησαν, μέχρι τη δεκαετία του ΄90, με την τεχνική των αερίων πετρελαίου και της ηλεκτρικής ενέργειας. Έκτοτε η αυτοματοποίηση τους με ηλιακή ενέργεια επέφερε και την σταδιακή μείωση των ανθρώπων που ζούσαν στους Φάρους, των Φαροφυλάκων.
Οι φάροι που εκτίθενται εδώ είναι μερικοί από τους 80 εναπομείναντες του περασμένου αιώνα με το χαρακτηριστικό τρόπο λειτουργίας τους, πριν υποστούν την τεχνολογική επέμβαση, και αποτελούν μέρος της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Πρόκειται για μνημεία των οποίων τον χαρακτήρα αποδίδει εύγλωττα το άρθρο 1 του Χάρτη της Βενετίας: «Η έννοια ενός ιστορικού μνημείου δεν καλύπτει μόνο το μεμονωμένο αρχιτεκτονικό έργο, αλλά και την αστική ή αγροτική τοποθεσία που μαρτυρεί έναν ιδιαίτερο πολιτισμό, μια ενδεικτική εξέλιξη ή ένα ιστορικό γεγονός».
Αυτό ισχύει όχι μόνον για τις μεγάλες δημιουργίες, αλλά και για τα ταπεινά έργα, που με τον καιρό απέκτησαν πολιτιστική σημασία.