Ελένη Ποταμιάνου: Η Μεγάλη Κυρία της προσφοράς και της αγάπης
Είχα την τύχη να γνωρίσω την Ελένη Ποταμιάνου όταν ήμουν εννέα ετών. Τη συνάντησα για πρώτη φορά στο σπίτι μίας θείας μου στο Παλαιό Φάληρο μαζί με την κόρη της Βαρβάρα. Ήταν μία όμορφη ψηλή κυρία με μπλε μάτια και ένα πλατύ χαμόγελο που φώτιζε το πρόσωπό της. Ύστερα την έχασα για πολλά χρόνια μέχρι που βρεθήκαμε ξανά το 1987, όταν οι συμπολίτες μου Κηφισιώτες με είχαν εκλέξει δημοτικό σύμβουλο και ο Δήμος έπρεπε να ορίσει έναν εκπρόσωπό του στο Διοικητικό Συμβούλιο του Μπενακείου Παιδικού Ιδρύματος Κηφισιάς. Θυμάμαι ακόμη το ευγενικό καλωσόρισμα που μου έκαναν εκείνο το απόγευμα στον πρώτο μου συμβούλιο στο Μπενάκειο τρεις σεβάσμιες κυρίες, η πρόεδρός του Άννα Δήμα, η Αργίνη Γούτου και η Ελένη Ποταμιάνου. Τότε έμαθα ότι εκείνη που ζήτησε από τον Δήμαρχο, τον αείμνηστο Βασίλη Γκατσόπουλο, να στείλει εμένα ως εκπρόσωπό του στο Μπενάκειο ήταν η όμορφη κυρία που είχα πρωτοσυναντήσει πριν τριάντα τρία χρόνια στο Φάληρο.
Η Ελένη Ποταμιάνου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1907. Η οικογένεια του πατέρα της, του βουλευτή Ανδρέα-Επαμεινώνδα Σουλτάνη, καταγόταν από τη Βόνιτσα της Αιτωλοακαρνανίας και είχε προσφέρει μαχητές στον αγώνα της Παλιγγενεσίας, μεταξύ των οποίων και τον οπλαρχηγό του Καραϊσκάκη Γιαννάκη Σουλτάνη που, τον Νοέμβριο του 1826, έχασε τη ζωή του πολεμώντας τους Τούρκους στη Δόμβραινα της Βοιωτίας.
Όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή με τις κόρες των καλών οικογενειών, η Ελένη διδάχτηκε στο σπίτι τα βασικά σχολικά μαθήματα και όταν μεγάλωσε αρκετά έμαθε και τις απαραίτητες ξένες γλώσσες, αλλά και όλα όσα έπρεπε να γνωρίζουν τα καθώς πρέπει κορίτσια της τότε αστικής τάξης.
Νεοτάτη και πολύ όμορφη, ευτύχισε να συνδέσει τη ζωή της με τον κατά έξι χρόνια μεγαλύτερο σύζυγο της Αναστάσιο (Τάσο) Ποταμιάνο, έναν νεαρό εφοπλιστή με τον οποίον απέκτησε τρία παιδιά -τον Γιώργο, τον Ανδρέα και πολύ αργότερα τη Βαρβάρα- που μετά από χρόνια της χάρισαν έξη εγγόνια και ένα σωρό δισέγγονα.
Γενάρχης των εφοπλιστών Ποταμιάνων ήταν ο Αναστάσιος, ο οποίος αναλάμβανε τη μεταφορά φορτίων με μαούνες από τη Βραΐλα της Ρουμανίας κατά μήκος του Δούναβη ποταμού. Αυτή η συγκεκριμένη ενασχόλησή του Αναστάσιου είχε σαν αποτέλεσμα την αλλαγή του ονόματος της οικογένειας του από Κλαουδάτος σε Ποταμιάνος.
Γιός του Αναστασίου Ποταμιάνου ήταν ο Γεώργιος Ποταμιάνος από την Πύλαρο της Κεφαλονιάς, καπετάνιος σπουδαίος που με μικρά ακτοπλοϊκά ιστιοφόρα μετέφερε εμπορεύματα και άλλα αγαθά από την Ήπειρο στη Μάλτα για τον βρετανικό στόλο. ‘Όπως μας πληροφορεί η Τζελίνα Χαρλαύτη στο εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο Πλωτώ (εκδ. ΕΛΙΑ), «στις αρχές του 20ου αιώνα ο Γεώργιος Ποταμιάνος εγκαταστάθηκε στην Πρέβεζα απ’όπου μετέφερε το γραφείο του στον Πειραιά το 1912, και ονόμασε την εταιρεία του “Ηπειρωτική” [σ.σ. Πρώτο πλοίο της “Ηπειρωτικής” του Γεωργίου Ποταμιάνου ήταν το “SACRA FAMILIA” που τα χρόνια εκείνα έκανε το δρομολόγιο Πρέβεζα-Μπρίντιζι μεταφέροντας λάδι και άλλα εμπορεύματα.] Οι γιοί του Γεωργίου Ποταμιάνου Αναστάσιος (Τάσος) (1901-1975), Πέτρος, Κίμων και Φωκίων, συνέχισαν τις ναυτιλιακές δραστηριότητες του πατέρα τους, ιδρύοντας την “Ηπειρωτική Ατμοπλοΐα”, η οποία ανέπτυξε και μεταπολεμικά έναν σημαντικό επιβατηγό στόλο και πρωτοστάτησε στον χώρο των κρουαζιερόπλοιων……»
Aπό τα χρόνια πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Ελένη Ποταμιάνου είχε αρχίσει τη φιλανθρωπική της δράση προσφέροντας χρόνο και χρήμα αλλά και ένα ζεστό χαμόγελο σε όσους ζητούσαν τη βοήθειά της. Αργότερα, στον πόλεμο του ’40 αλλά και στα χρόνια της Κατοχής, ανέδειξε και μία άλλη πτυχή του εαυτού της: τη γενναιότητα που έκρυβε μέσα της. Ανθρωπίστρια και πατριώτισσα εργάστηκε απρόσκοπτα στη «Φανέλλα του Στρατιώτη», την οργάνωση που είχαν ιδρύσει αθηναίες κυρίες το 1939 για να καλύψουν τις ανάγκες σε ιματισμό των στρατευμένων παιδιών της Ελλάδος, ενώ παράλληλα προσέφερε, με την ιδιότητα της εθελόντριας αδελφής του Ερυθρού Σταυρού, τις υπηρεσίες της στο 7ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο περιθάλποντας τους τραυματίες που έφθαναν από το Αλβανικό Μέτωπο.
Με την κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς, έσπευσε -την εποχή της μεγάλης πείνας που μάστιζε την Αθήνα- να σταθεί δίπλα σε εκείνους που υπέφεραν και κυρίως κοντά στα παιδιά. Τότε αφοσιώθηκε στο συσσίτιο «Το Γάλα του Παιδιού» έχοντας κοντά της δύο σπουδαίες κυρίες και φίλες της, την Ιωάννα Τσάτσου, σύζυγο του μετέπειτα φιλόσοφου προέδρου της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Τσάτσου και την Αλέκα Κύρου, μητέρα του πρώην εκδότη της εφημερίδας «ΕΣΤΙΑ» Άδωνι Κύρου. Συγχρόνως, παρά τις δρακόντειες εντολές των Γερμανών, δεν δίστασε να βοηθάει Εβραίους και αριστερούς που κινδύνευαν να συλληφθούν από τους απηνείς διώκτες τους. Ανάμεσα σε αυτούς που ευεργετήθηκαν από την Ελένη Ποταμιάνου ήταν και η εβραϊκής καταγωγής μεγάλη πιανίστρια Τζίνα Μπαχάουερ αλλά και ο αριστερών πεποιθήσεων καθηγητής του Πολυτεχνείου Νικόλαος Κιτσίκης. Όμως η Ελένη δεν περιορίστηκε στο φιλανθρωπικό της έργο και, μολονότι γνώριζε τον θανάσιμο κίνδυνο που διέτρεχε, προσχώρησε στην Εθνική Αντίσταση και εντάχθηκε στην οργάνωση «Εθνική Δράσις», έχοντας συχνά κοντά της τον 17 χρόνο γιό της Γιώργο. Την οργάνωση αυτή είχαν ιδρύσει τον Νοέμβριο του 1941 ο Παναγιώτης Σιφναίος, ο Γεώργιος Παππάς και ο Ιωάννης Καλούσης ενώ ένα μήνα μετά προστέθηκε στη Διοικούσα Επιτροπή της ο τραπεζικός, και μεταπολεμικά βουλευτής και υπουργός, Τρύφων Τριανταφυλλάκος. Η «Εθνική Δράσις», έχοντας την πολιτική στήριξη του Σπύρου Μαρκεζίνη, εξέδιδε την αντιστασιακή εφημερίδα «Μάχη», συμμετείχε σε δολιοφθορές κατά του εχθρού και διαβίβαζε στην εξόριστη Ελληνική Κυβέρνηση πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τα όσα συνέβαιναν στην υποδουλωμένη Ελλάδα. Δύο χρόνια μετά την ίδρυσή της, τον Νοέμβριο του 1943, η «Εθνική Δράσις» απέκτησε και ένοπλο τμήμα.
Για λόγους ασφαλείας η οργάνωση έκρυβε τον οπλισμό της σε διάφορα σημεία της Αθήνας ακόμη και σε σπίτια των μελών της. Χριστούγεννα του 1943 οι Γερμανοί έκαναν μπλόκο στην περιοχή του Συντάγματος και άρχισαν να ερευνούν τα σπίτια και τα καταστήματα γύρω από την ιστορική πλατεία. Ανάμεσα στα σπίτια που η Γκεστάπο είχε επιλέξει να ερευνήσει ήταν και εκείνο της μητέρας της Ελένης, της Αικατερίνης Σουλτάνη, που έμενε τότε στην οδό Νίκης 32. Μόλις η Ελένη αντίκρισε τους Γερμανούς στην εξώπορτα του σπιτιού παραμέρισε για να περάσουν μέσα. Αμέσως άρχισε η έρευνα αλλά τελικά οι Γερμανοί δεν βρήκαν τίποτε και ετοιμάστηκαν να φύγουν. Όμως η Ελένη, που δεν ήθελε να υπάρχει η παραμικρή υποψία για το σπίτι της μητέρας της που το χρησιμοποιούσε σαν κρυψώνα η «Εθνική Δράσις», πήγε στην κουζίνα πλησίασε την παγωνιέρα (ψυγείο πάγου) και πρότεινε στον γκεσταπίτη επικεφαλής να ψάξει και εκεί.
– Δεν χρειάζεται, της απάντησε εκείνος βέβαιος ότι δεν υπήρχε τίποτε το ύποπτο μέσα στο ψυγείο.
– Όπως νομίζετε, του αποκρίθηκε και ευχήθηκε στους «επισκέπτες» της σε άψογα Γερμανικά να περάσουν καλά Χριστούγεννα.
Αντευχήθηκαν οι Γερμανοί και έφυγαν. Με μία βαθιά ανάσα μεγάλης ανακούφισης η Ελένη πήγε ξανά στην παγωνιέρα, άνοιξε το πορτάκι της και με ένα πλατύ χαμόγελο αντίκρισε πίσω από μερικά μπουκάλια και λιγοστά τρόφιμα καμία δεκαριά χειροβομβίδες που τις είχε κρύψει εκεί λίγες ημέρες πριν και αποτελούσαν μέρος του πολύτιμου οπλισμού της οργάνωσης της.
Την ίδια γενναιότητα και το ίδιο υψηλό φρόνιμα έδειξε η ηρωική Ελένη και στη διάρκεια του αιματηρού Εμφυλίου Πολέμου τον οποίον πέρασε είτε βοηθώντας τους τραυματίες στο 423 Στρατιωτικό Νοσοκομείο που στεγαζόταν στο Αρσάκειο του Ψυχικού, είτε ταξιδεύοντας για ιατρικούς λόγους, φορώντας πάντα τη στολή της Ερυθροσταυρίτισσας, στη Βόρεια Ελλάδα με το αυτοκίνητό της που το οδηγούσε ο οδηγός της, ο Μήτσος. Ο καλός, πιστός Μήτσος! Τόσα χρόνια κοντά στην αγαπημένη του κυρία, είχε γίνει μέλος της οικογένειας. Έφυγε και αυτός από τούτον εδώ τον κόσμο πριν λίγο καιρό. Τον θυμάται ο γράφων στην Κηφισιά να περιμένει υπομονετικά την «κυρία Ελένη» μέσα στο μπλέ Peugeot της έξω από το Μπενάκειο Ίδρυμα μέχρι να τελειώσει εκείνη το Διοικητικό Συμβούλιο.
Τη φιλανθρωπική της δράση η Ελένη Ποταμιάνου συνέχισε με την ίδια ζέση και μετά τις μαύρες ημέρες της Κατοχής και του Εμφυλίου. Το καλοκαίρι του 1953, τη χρονιά των μεγάλων σεισμών του Ιονίου, συμμετείχε στο έργο της περίθαλψης των σεισμοπαθών της Πάτρας, της Κεφαλονιάς και της Ζακύνθου και ένα χρόνο μετά έλαβε μέρος σε αποστολή στη Βιέννη για τον επαναπατρισμό των ελληνόπουλων του Παιδομαζώματος που είχαν εγκατασταθεί στη διάρκεια του εμφυλίου σπαραγμού στις χώρες του Κομμουνιστικού Μπλόκ και κυρίως στην Ουγγαρία. Τη στοργή της για τους συνανθρώπους της και ιδίως για τα παιδιά δεν την έδειξε μόνο στις δύσκολες στιγμές του Έθνους. Το άοκνο έργο της στο Πατριωτικό Ίδρυμα Κοινωνικής Πρόνοιας και Αντίληψης (ΠΙΚΠΑ), που μεταξύ των δραστηριοτήτων του ήταν η υιοθεσία φτωχών παιδιών από εύπορες οικογένειες της Αμερικής, η δημιουργική συμμετοχή της στα Διοικητικά Συμβούλια πολλών φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, και κυρίως η συμβολή της στο έργο του Ερυθρού Σταυρού, στα ιδεώδη του οποίου αφιέρωσε όλη σχεδόν τη ζωή της, κατατάσσουν την Ελένη Ποταμιάνου στις πρώτες θέσεις της χρυσής λίστας των μεγάλων Ελληνίδων φιλανθρώπων.
Για το συνολικό της έργο κέρδισε τον ζηλευτό τίτλο της «Γυναίκας της Ευρώπης» αλλά και πληθώρα παρασήμων, διακρίσεων και μεταλλίων μεταξύ των οποίων ήταν ο Χρυσούς Σταυρός του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, το Μετάλλιο Εξαιρέτων Πράξεων του υπουργείου Στρατιωτικών, το Παράσημο Παπάγου του Γενικού Επιτελείου Στρατού, το Μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών, το Χρυσό Μετάλλιο Εράνου του ΕΕΣ και το Χρυσό Μετάλλιο Ευποιίας.
Η πολυδιάστατη Ελένη Ποταμιάνου υπήρξε ακόμη μία από τις πιο αγαπητές μορφές της λεγόμενης καλής Αθηναϊκής Κοινωνίας. Παρούσα σε όλες τις μεγάλες πολιτιστικές και κοινωνικές εκδηλώσεις, στα επίσημα δείπνα και τις δεξιώσεις περιβαλλόταν πάντα από ένα μεγάλο αριθμό φίλων οι οποίοι εκδήλωναν με κάθε τρόπο τον θαυμασμό και τον σεβασμό τους στο πρόσωπό της, επιδιώκοντας συγχρόνως την τόσο ευχάριστη συντροφιά της.
Άνθρωπος ολοκληρωμένος η Ελένη Ποταμιάνου απόλαυσε πολλές ωραίες στιγμές της ζωής που της χάρισε η κοινωνική της θέση και καταξίωση ενώ συγχρόνως δεν έχανε ευκαιρία να δείχνει τη μεγάλη της αγάπη της στη μουσική την οποία διδάχτηκε νεότατη μαζί με τον Νίκο Σκαλκώτα στο Ωδείο Αθηνών, του οποίου, αργότερα, διατέλεσε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου επί προεδρίας του μουσουργού και ακαδημαϊκού Μενέλαου Παλάντιου.
Αν έπρεπε κάποιος να χαρακτηρίσει την Ελένη Ποταμιάνου με δύο μόνο λέξεις σίγουρα θα την αποκαλούσε Άνθρωπο με Α κεφαλαίο και Μεγάλη Πατριώτισσα. Και πράγματι, τη βαθειά αγάπη της για την Πατρίδα την βίωνε κάθε βράδυ παίζοντας στο πιάνο πριν κοιμηθεί τον Εθνικό Ύμνο. Ήταν για αυτή μία συνήθεια που την τήρησε μέχρι τα τελευταία χρόνια της μακραίωνης ζωής της.
Η ωραία Ελληνίδα της προσφοράς και της αγάπης πέθανε το πρωί της Τρίτης 13 Ιανουαρίου 1998 σε ηλικία 91 χρόνων και κηδεύτηκε δύο ημέρες αργότερα στο Α’ Νεκροταφείο, όπου την αποχαιρέτησαν τα αγαπημένα της παιδιά, τα έξη εγγόνια της και ένα πλήθος φίλων και θαυμαστών της.
Λίγο καιρό μετά τον θάνατό της, ο Δήμος Κηφισιάς, θέλοντας να τιμήσει τη μνήμη της, έφτιαξε προς τιμή της ένα παιδικό πάρκο στη συμβολή των οδών Ξενίας και Χαριλάου Τρικούπη. Τα εγκαίνια του πάρκου «Ελένη Ποταμιάνου» έκανε τον Σεπτέμβριο του 1998 ο τότε δήμαρχος Κωνσταντίνος Τασούλας και τον λόγο των εγκαινίων που εκφώνησε εκείνος είχε τη χαρά να τον συντάξει ο γράφων το παρόν άρθρο. Ήταν το ύστατό μου νοερό «χαίρε» στη μεγάλη Κυρία της Κηφισιάς που με το έργο και την αυταπάρνησή της τίμησε ολόκληρη την Ελλάδα.
Ο γράφων θέλει και από τις σελίδες αυτού του περιοδικού να ευχαριστήσει θερμά τον Ανδρέα και την Φλερ Ποταμιάνου για το πλούσιο πληροφοριακό και φωτογραφικό υλικό που του παραχώρησαν για τη συγγραφή του παρόντος άρθρου.